συγκίνησις

συγκίνησις
συγκίνησις
commotion
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκινήσει — συγκίνησις commotion fem nom/voc/acc dual (attic epic) συγκινήσεϊ , συγκίνησις commotion fem dat sg (epic) συγκίνησις commotion fem dat sg (attic ionic) συγκινέω stir up aor subj act 3rd sg (epic) συγκινέω stir up fut ind mid 2nd sg συγκινέω stir …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκινήσεις — συγκίνησις commotion fem nom/voc pl (attic epic) συγκίνησις commotion fem nom/acc pl (attic) συγκινέω stir up aor subj act 2nd sg (epic) συγκινέω stir up fut ind act 2nd sg συγκῑνήσεις , συγκινέω stir up aor subj act 2nd sg (epic) συγκῑνήσεις …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκινήσεσι — συγκίνησις commotion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκίνησιν — συγκίνησις commotion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Constantine P. Cavafy — Constantine Cavafy c.1900 Born April 29, 1863(1863 04 29) Alexandria, Egypt Province, Ottoman Empire Died April 29, 1933(1933 04 29) …   Wikipedia

  • συγκίνηση — Σύνολο ψυχολογικών και φυσιολογικών φαινομένων που εκδηλώνονται μαζί με έντονους ερεθισμούς, απρόοπτους και, κατά κανόνα, ελάχιστα σαφείς, οι οποίοι προκαλούν στο άτομο σημαντική ένταση. Στο υποκειμενικό ψυχολογικό πεδίο έχουμε μια ζωηρή… …   Dictionary of Greek

  • τοπικός — ή, ό / τοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ. γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.) 2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα …   Dictionary of Greek

  • ξυγκίνησιν — συγκίνησιν , συγκίνησις commotion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκινήσεως — συγκινήσεω̆ς , συγκίνησις commotion fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκινήσῃ — συγκινήσηι , συγκίνησις commotion fem dat sg (epic) συγκινέω stir up aor subj mid 2nd sg συγκινέω stir up aor subj act 3rd sg συγκινέω stir up fut ind mid 2nd sg συγκῑνήσῃ , συγκινέω stir up aor subj mid 2nd sg συγκῑνήσῃ , συγκινέω stir up aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”